- επαιτικός
- -ή, -ό (Μ ἐπαιτικός, -ή, -όν) [επαίτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαίτη ή στην επαιτεία ή που γίνεται για επαιτεία, ο διακονιάρικος, ο ζητιάνικος(«επαιτική διαγωγή», «επαιτική μέθοδος», «επαιτικά τάγματα»).
Dictionary of Greek. 2013.